- σοβαρεύω
- σοβαρεύω, σοβάρεψα βλ. πίν. 17——————Σημειώσεις:σοβαρεύω, σοβαρεύομαι : η έννοια διαφοροποιείταιαπό την ενεργητική στην παθητική φωνή.Το σοβαρεύω σημαίνει → γίνομαι σοβαρός ή παίρνω σοβαρό ύφος.Το σοβαρεύομαι σημαίνει φέρνομαι, ενεργώ με σοβαρότητα.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.